- λαβομάνο
- το(λ. ιταλ.), ο νιπτήρας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λαβομάνο — το είδος νιπτήρα με λεκάνη και δοχείο νερού για νίψιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lava mano] … Dictionary of Greek
νιπτήρας — νιπτήρας, ο και νιφτήρας, ο εγκατάσταση για το πλύσιμο του προσώπου και των χεριών, αλλ. λαβομάνο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)